Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

heavy liquid


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο liquid παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: heavy

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
liquid n (fluid)υγρό ουσ ουδ
 What's that liquid on the garage floor?
 Τι είναι αυτό το υγρό στο πάτωμα του γκαράζ;
liquid adj (fluid, flowing)υγρός επίθ
  (συχνό, αν και όχι απόλυτα σωστό)ρευστός επίθ
 The mixture becomes liquid at about 30 degrees.
 Το μείγμα γίνεται υγρό περίπου στους 30 βαθμούς.
liquid adj (in fluid form)υγρός επίθ
 The liquid form of the soap is easier to use.
 Η υγρή μορφή του σαπουνιού είναι πιο εύκολη στην χρήση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
amniotic fluid,
amniotic liquid
n
(liquid around embryo, foetus)αμνιακό υγρό ουσ ουδ
 During labor a woman's water breaks; her amniotic sac ruptures and the amniotic fluid drains.
 Κατά τη διάρκεια της γέννας, τα νερά της γυναίκας σπάνε. Ο αμνιακός της σάκος διαρρηγνύεται και το αμνιακό υγρό φεύγει.
detergent,
dish detergent (US),
washing-up liquid (UK)
n
(soap for washing dishes)απορρυπαντικό ουσ ουδ
  υγρό για τα πιάτα φρ ως ουσ ουδ
 This detergent is good for cleaning greasy pans.
dish soap,
dishwashing liquid,
dishwashing soap (US),
washing-up liquid (UK)
n
(detergent for cleaning dishes)υγρό για τα πιάτα φρ ως ουσ ουδ
 We've almost run out of dish soap.
liquid courage n figurative (alcohol: to boost confidence)ποτό ουσ ουδ
  ποτάκι για να πάρω κουράγιο περίφρ
liquid foundation n (base make-up in fluid form) (μακιγιάζ)υγρή βάση επίθ + ουσ θηλ
  υγρό μεικάπ επίθ + ουσ ουδ άκλ
 I put on my liquid foundation before my lipstick.
liquid gas,
liquified gas
n
(gas that has been liquefied)υγροποιημένο αέριο περίφρ
liquid nitrogen n (nitrogen in fluid form)υγρό άζωτο επίθ + ουσ ουδ
 Liquid nitrogen is used in medicine to remove unwanted skin.
liquid soap n (handwashing soap in liquid form)υγρό σαπούνι, κρεμοσάπουνο έκφρ
 Liquid soap has become more popular than solid bars of soap in recent years.
liquid water n (water in its fluid form)νερό ουσ ουδ
  (κατά λέξη)υγρό νερό επίθ + ουσ ουδ
  (κατά λέξη)νερό σε υγρή κατάσταση περίφρ
liquid-based cytology n (method of pap-cell collection) (γυναικολογία)κυτταρολογία υγρής φάσης φρ ως ουσ θηλ
storax,
liquid storax,
Levant
n
(resin of oriental sweetgum)στύραξ ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heavy liquid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heavy liquid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!